πυγμή

πυγμή
η
1. γροθιά.
2. μτφ., δύναμη, επιβολή.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πυγμῇ — πυγμή fist fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυγμή — fist fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυγμή — η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. πυγμά, Α το άκρο τού χεριού με τα δάχτυλα κλειστά προς τα μέσα, γροθιά νεοελλ. ισχύς, δύναμη, επιβολή («έδειξε πυγμή στην αντιμετώπιση τών προκλήσεων») αρχ. 1. η πυγμαχία 2. πάλη, αγώνας 3. μέτρο μήκους, από τον αγκώνα ώς την… …   Dictionary of Greek

  • πυγμῆι — πυγμῇ , πυγμή fist fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Кулачный бой —    • Πυγμή,          πυγμάχοι, πύξ, πύκται, см. Gymnasium, Гимнасий …   Реальный словарь классических древностей

  • πυγμαῖς — πυγμή fist fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυγμαί — πυγμή fist fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυγμᾶς — πυγμή fist fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυγμῆς — πυγμή fist fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυγμήν — πυγμή fist fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”